- ὑποπίμελος
- ὑποπίμελος [pron. full] [ῑ], ον,A somewhat fat or fatty, Diph.Siph. ap. Ath.3.121c, Dsc.5.75, Gal.19.359.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποπίμελος — ὑποπί̱μελος , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπίμελος — ον, Α ο κάπως παχουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πίμελος (< πιμελή «λίπος, πάχος»), πρβλ. κατα πίμελος] … Dictionary of Greek
ὑποπίμελον — ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem acc sg ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίμελοι — ὑποπί̱μελοι , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)